- ιστορογραφώ
- ἱστορογραφῶ, -έω (Μ)ιστορογραφίζω*.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ἱστοριογραφῶ από επίδραση τού απλού ρ. ἱστορῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιστορογραφία — ἱστορογραφία, ἡ (Μ) [ιστορογραφώ] ζωγραφική, διακόσμηση … Dictionary of Greek
ιστορογραφίζω — ἱστορογραφίζω (Μ) ζωγραφίζω, εικονογραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού ἱστορογραφῶ κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek